παραγώνιος

παραγώνιος
παραγών-ιος, ον,
A adjacent to an angle, Inscr.Délos 504 A6 (iii B. C.);

λίθος Rev.Phil.43.202

([place name] Didyma), Milet.7p.57.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραγώνιος — ο / παραγώνιος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το παραγώνιο τεμάχιο από σιδερένιο έλασμα σχήματος Τ ή L το οποίο χρησιμεύει για την ενίσχυση τών ξύλινων ή σιδερένιων τμημάτων μιας κατασκευής στα σημεία σύνδεσής τους αρχ. αυτός που βρίσκεται κοντά …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”